βδομαδιάτικο

βδομαδιάτικο
haftalık ücret

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βδομαδιάτικο — το η αμοιβή για την εργασία μίας βδομάδας: Δε μου φτάνει το βδομαδιάτικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (ε)βδομαδιάτικος — η, ο 1. εβδομαδιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., (ε)βδομαδιάτικο μισθός μιας εβδομάδας (πρβλ. μηνιάτικο). βδομαδιάτικος η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη χρονική περίοδο μιας εβδομάδας, ο εβδομαδιαίος: Κάθε Τρίτη πρωί έχουμε τη βδομαδιάτικη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”